premo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | premo | premoj |
αιτιατική | premon | premojn |
premo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | premo | premoj |
αιτιατική | premon | premojn |
premo (eo)