prescription
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prescription (en)
- (ιατρική) η συνταγή γιατρού
- οδηγία χορήγησης/λήψης/χρήσης φαρμάκου (τροπική/μεθοδολογική, ποσοτική, χρονική/που αφορά χρονισμό λήψης, διορθωτική/που αφορά διόρθωση λάθους λήψης κα)
- (νομικός όρος) positive prescription: η χρησικτησία
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
prescription | prescriptions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prescription (fr) θηλυκό