prescrire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
prescrire (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- prescripteur - prescriptrice
- prescriptible
- prescriptif - prescriptive
- prescription
- prescrit - prescrite
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
prescrire