presume
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
presume (en)
- υποθέτω, θεωρώ εκ των προτέρων κάτι ως βέβαιο χωρίς αδιάσειστα στοιχεία, τεκμαίρω, συμπεραίνω, παίρνω κάτι ως δεδομένο