prevail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | prevail |
γ΄ ενικό ενεστώτα | prevails |
αόριστος | prevailed |
παθητική μετοχή | prevailed |
ενεργητική μετοχή | prevailing |
Ρήμα[επεξεργασία]
prevail (en)