primary

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός primary
συγκριτικός more primary
υπερθετικός most primary

primary (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό, ειδικά βρετανικά αγγλικά) στοιχειώδης, που σχετίζεται με την εκπαίδευση παιδιών ηλικίας πέντε έως έντεκα περίπου ετών
    primary education - στοιχειώδης εκπαίδευσης
    the primary school - το δημοτικό
  2. πρωταρχικός, κύριος, βασικός, πρωτεύων
    the primary meaning of a word - η πρωταρχική έννοια μιας λέξης
    That’s one of the primary colors.
    Αυτό είναι ένα από τα κύρια/βασικά χρώματα.
    primary subjects - πρωτεύοντα μαθήματα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη main

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
primary primaries

primary (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]