prise de courant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
prise de courant | prises de courant |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prise de courant (fr) θηλυκό
- η πρίζα ρεύματος
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Στην καθομιλουμένη, λέγεται απλά prise.