prise de courant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
prise de courant prises de courant

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

prise de courant (fr) θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Στην καθομιλουμένη, λέγεται απλά prise.