prise en charge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

prise en charge → δείτε τις λέξεις prise, en και charge

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
prise en charge prises en charge

prise en charge (fr) θηλυκό