pro per

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pro per < λατινικά in propria persona

Έκφραση[επεξεργασία]

pro per (en)

  • (νομικός όρος) για τον κατηγορούμενο που υπερασπίζεται ο ίδιος τον εαυτό του σε δίκη χωρίς συνήγορο

Ταυτόσημο[επεξεργασία]