pro per
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pro per < λατινικά in propria persona
Έκφραση[επεξεργασία]
pro per (en)
- (νομικός όρος) για τον κατηγορούμενο που υπερασπίζεται ο ίδιος τον εαυτό του σε δίκη χωρίς συνήγορο