probably

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός probably
συγκριτικός more probably
υπερθετικός most probably

Ετυμολογία [επεξεργασία]

probably < probable + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

probably (en)

  • μάλλον, πιθανόν, πιθανώς, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι είναι πιθανό να συμβεί ή να είναι αλήθεια
    We should probably think it over again and then decide.
    Μάλλον πρέπει να το ξανασκεφτούμε και μετά να αποφασίσουμε.
    We’ll probably meet after class, not before.
    Θα συναντηθούμε μάλλον μετά το μάθημα και όχι πριν.
    It’s probably in your best interest to buy it.
    Μάλλον συμφέρει να το αγοράσεις.
    It’s probably too difficult for me.
    Είναι μάλλον δύσκολο για μένα.
    In the end, you’re probably right.
    Τελικά μάλλον έχεις δίκιο.
    He’s making a lot of mistakes; he’s probably rushing.
    Κάνει πολλά λάθη· μάλλον βιάζεται.
    -“Will you come to the cinema?” -“Probably.”
    -«Θα έρθεις σινεμά;» -«Μάλλον
    -“Do you know that tall guy with the glasses?” -“Yes, probably.”
    -«Τον ξέρεις εκείνον τον ψηλό με τα γυαλιά;» -«Ναι, μάλλον
     συνώνυμα: likely

Πηγές[επεξεργασία]