proficiency

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

proficiency (en)

  1. η μεγάλη ικανότητα, η δεξιοτεχνία, η μαεστρία, η άριστη γνώση
    math proficiency - (άριστη) γνώση των μαθηματικών

Συγγενικά[επεξεργασία]