profissão
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
profissão (pt) < από το λατινικό professĭo, -ōnis
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
profissão (pt) θηλυκό (πληθ. profissões)
profissão (pt) < από το λατινικό professĭo, -ōnis
profissão (pt) θηλυκό (πληθ. profissões)