projecteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
projecteur | projecteurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
projecteur (fr) αρσενικό
- ο προβολέας
- (ηλεκτρονική) το προβολικό
ενικός | πληθυντικός |
projecteur | projecteurs |
projecteur (fr) αρσενικό