prolifique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

prolifique < λατινική proles + -fique

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
prolifique prolifiques

prolifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πολύ γόνιμος, παραγωγικός
  2. (ειδικότερα) πολυγραφικός

Συγγενικά[επεξεργασία]