pronto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
pronto (en) (χωρίς παραθετικά)
- (ιδιωματισμός) αμέσως
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pronto | pronti |
θηλυκό | pronta | pronte |
pronto (it)
Επιφώνημα[επεξεργασία]
pronto (it)