proposition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
proposition | propositions |
- η πρόταση, μια ιδέα ή ένα σχέδιο που προτείνεται, ειδικά στις επιχειρήσεις
- ↪ They made him a propostion to take over management of the company.
- Tου έκαναν την πρόταση να αναλάβει τη διεύθυνση της εταιρείας.
- ↪ They made him a propostion to take over management of the company.
- η υπόθεση, ένα πρόβλημα ή ένα άτομο που πρέπει να αντιμετωπιστεί
- (λογική) η λογική πρόταση[1] ή απλά η πρόταση[2][3], η αριστοτελική «πρότασις»[4]
- δείτε επίσης: proposition στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
- atomic proposition
- axiom
- compound proposition
- conjecture ή hypothesis
- material implication ή hypothetical proposition
- paradox ή antinomy[5]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Proposition (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | proposition |
γ΄ ενικό ενεστώτα | propositions |
αόριστος | propositioned |
παθητική μετοχή | propositioned |
ενεργητική μετοχή | propositioning |
proposition (en)
- ρίχνομαι ερωτικά, κάνω προτάσεις
- ↪ She was propositioned by her boss.
- Της ρίχτηκε το αφεντικό της.
- ↪ He propositioned his secretary.
- Έκανε προτάσεις στη γραμματέα του.
- ↪ She was propositioned by her boss.
Πηγές[επεξεργασία]
- proposition (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- proposition (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 753, 770-771, 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: πρόταση, ρίχνω, υπόθεση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
proposition | propositions |
proposition (fr) θηλυκό
- η πρόταση
- j'ai une proposition à te faire - έχω να σου κάνω μια πρόταση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «λογική πρόταση», στην Παράλληλη αναζήτηση του ιστότοπου: greek language.gr - η Πύλη για την ελληνική γλώσσα (του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας)
- ↑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ, σελ. 12. Πρόσβαση 2020-02-24
- ↑ Μαθηματική Λογική. Προσπέλαση 2020-02-24
- ↑ ΟΡΟΓΡΑΜΜΑ - Αρ.140 Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2016, σελ. 3. Πρόσβαση 2020-02-24
- ↑ (Αγγλικά) Weisstein, Eric W. "Paradox" From MathWorld. Προσπέλαση 2020-02-29