propulso

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

propulso < pro + pulso

Ρήμα[επεξεργασία]

propulso (la) (prōpulsō1, prōpulsāvī, prōpulsātum, prōpulsāre)

Κλίση[επεξεργασία]