prosopopée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pʁɔ.zɔ.pɔ.pe/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
prosopopée | prosopopées |
prosopopée (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
prosopopée | prosopopées |
prosopopée (fr) θηλυκό