prosto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

prosto < prosty

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈprɔstɔ/
 

Επίρρημα[επεξεργασία]

prosto (pl)

  1. ευθεία, ίσια
    idź cały czas prosto i na trzecim skrzyżowaniu skręć w prawo
    πήγαινε όλο ευθεία και στην τρίτη διασταύρωση στρίψε δεξιά
  2. απλά
     συνώνυμα: po prostu

Συγγενικά[επεξεργασία]