prostration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- prostration < prostrate < λατινική prostratus < prosterno < pro + sterno < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sterh₃-
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prostration (en)
- ανατροπή
- σώριασμα καταγής
- το να ρίχνω κάποιον πρηνή στο έδαφος
- κατάρρευση, εξουθένωση