protestante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- protestante < θηλυκό του protestant
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
protestante | protestantes |
protestante (fr) θηλυκό