prove

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας prove
γ΄ ενικό ενεστώτα proves
αόριστος proved
παθητική μετοχή proved, proven
ενεργητική μετοχή proving

Ρήμα[επεξεργασία]

prove (en)

  1. αποδεικνύω
  2. αποδεικνύομαι
    Upon inspection, the bills proved to be counterfeit.
    Μετά από έλεγχο τα χαρτονομίσματα αποδείχθηκαν πλαστά.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]