proven
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
proven (en)
- αποδεδειγμένος, τεκμηριωμένος, αποδεκτός
- ↪ Mass lexical comparison is not a proven method for demonstrating relationships between languages.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ Mass lexical comparison is not a proven method for demonstrating relationships between languages.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
proven (en)
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
proven (ca)
- γ΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του provar