provide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | provide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | provides |
αόριστος | provided |
παθητική μετοχή | provided |
ενεργητική μετοχή | providing |
Ρήμα[επεξεργασία]
provide (en)
- παρέχω, δίνω κάτι σε κάποιον ή το κάνω διαθέσιμο για χρήση
- ↪ The trees provide pleasant shade.
- Τα δέντρα παρέχουν ευχάριστη σκιά.
- ↪ I have repeatedly pointed out the need for providing clear guidance.
- Έχω επανειλημμένως επισημαίνει την ανάγκη παροχής σαφούς καθοδήγησης.
- ↪ The trees provide pleasant shade.
- (επίσημο, provide that) ορίζω ότι, προβλέπω ότι, για έναν νόμο ή κανόνα που δηλώνει ότι κάτι θα συμβεί ή πρέπει να συμβεί
- ↪ The contract provides that…
- Το συμβόλαιο ορίζει ότι…
- ↪ A clause in the agreement provides that…
- Ένας όρος στην συμφωνία προβλέπει ότι…
- ↪ The contract provides that…