provocar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
provocar (pt) < από το λατινικό provocare
Ρήμα[επεξεργασία]
provocar (pt)
provocar (pt) < από το λατινικό provocare
provocar (pt)