proximité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- proximité < λατινική proximitas < proximus
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
proximité (fr) θηλυκό
- η εγγύτητα
- à proximité - πολύ κοντά, δίπλα
- à proximité de - δίπλα σε
- emplois de proximité/services de proximité - υπηρεσίες που προσφέρονται στο σπίτι (σιδέρωμα, γεύμα ηλικιωμένων προσώπων, παραδουλεύτρα, παιδικός κήπος, βοήθεια σε αρρώστους, κλπ.)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
στο χώρο
στο χρόνο
χώρο, χρόνο, διάφορα άλλα