pruno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pruno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pruno | prunoj |
αιτιατική | prunon | prunojn |
pruno (eo)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pruno (it)