przestarzały
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌpʃɛstaˈʒawɨ/
Επίθετο[επεξεργασία]
przestarzały (pl)
- που δεν χρησιμοποιείται πια, παρωχημένος, ξεπερασμένος ή απαρχαιωμένος
Κλίση[επεξεργασία]
Κλίση του επιθέτου przestarzały στα πολωνικά