puberté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
puberté | pubertés |
puberté (fr) θηλυκό
- η εφηβεία
ενικός | πληθυντικός |
puberté | pubertés |
puberté (fr) θηλυκό