puce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
puce puces

puce (fr) θηλυκό

  1. ο ψύλλος
  2. (οικείο, προσφώνηση προς μικρά παιδιά) αγαπούλα, ψυχούλα, κ.λπ.