pugno

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
pugno pugni

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pugno < λατινική pugnus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pugno (it) αρσενικό


Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pugno < pugnus

Ρήμα[επεξεργασία]

pugno (la) (pugnō1, pugnāvī, pugnātum, pugnāre)

Κλίση[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]