pulvériser
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ρήμα
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
[
επεξεργασία
]
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
pulvériser
(fr)
κονιορτοποιώ
Pulvériser
de la craie. Κονιορτοποιώ κιμωλία.
≈
συνώνυμα
:
broyer
,
piler
ψεκάζω
,
ραντίζω
Pulvériser
de l'insecticide. Ψεκάζω εντομοκτόνο.
≈
συνώνυμα
:
vaporiser
(
μεταφορικά
)
διαλύω
,
καταστρέφω
,
συντρίβω
Pulvériser
un argument. Συντρίβω ένα επιχείρημα.
≈
συνώνυμα
:
anéantir
,
écraser
(
οικείο
)
ξεπερνώ
κατά πολύ,
συντρίβω
Pulvériser
un record. Συντρίβω ένα ρεκόρ.
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
agglomérer
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
pulvérin
pulvérisable
pulvérisateur
pulvérisation
pulvériseur
pulvérulence
pulvérulent
-
pulvérulente
Κατηγορίες
:
Γαλλική γλώσσα
Ρήματα (γαλλικά)
Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Čeština
English
Français
Magyar
Ido
한국어
Malagasy
Polski
Русский
Tiếng Việt
中文