pulvis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pulvis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pel- (αλεύρι, σκόνη)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pulvis αρσενικό
- η σκόνη, ο κονιορτός
- (μεταφορικά) η αρένα, (ο) χώρος αντιπαράθεσης
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pulvis | pulverēs |
γενική | pulveris | pulverum |
δοτική | pulverī | pulveribus |
αιτιατική | pulverem | pulverēs |
κλητική | pulvis | pulverēs |
αφαιρετική | pulvere | pulveribus |