punkt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
punkt (pl) αρσενικό
- (γεωμετρία, (μαθηματικά)) το σημείο
- (σημείο στίξης) η τελεία
- (αθλητισμός) ο βαθμός, ο πόντος, το σημείο
- (τυπογραφία) η στιγμή
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- punkt krytyczny: κρίσιμο σημείο
- punkt odniesienia: σημείο αναφοράς
- punkt widzenia: οπτική γωνιά
- punkt wyjścia: σημείο εξόδου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
punkt (pl)
- ακριβώς (όταν αναφέρεται στην ώρα)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Γεωμετρία (πολωνικά)
- Μαθηματικά (πολωνικά)
- Σημεία στίξης (πολωνικά)
- Αθλητισμός (πολωνικά)
- Τυπογραφία (πολωνικά)
- Επιρρήματα (πολωνικά)