pursue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | pursue |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pursues |
αόριστος | pursued |
παθητική μετοχή | pursued |
ενεργητική μετοχή | pursuing |
Ρήμα[επεξεργασία]
pursue (en)
ενεστώτας | pursue |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pursues |
αόριστος | pursued |
παθητική μετοχή | pursued |
ενεργητική μετοχή | pursuing |
pursue (en)