putri

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

putri < putr- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα putri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας putras putranta putrata
αόριστος putris putrinta putrita
μέλλοντας putros putronta putrota
υποθετική putrus - -
προστακτική putru - -

putri (eo)