quantification

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
quantification quantifications

quantification (fr) θηλυκό

  1. υπολογισμός μιας ποσότητας
  2. (φυσική) διαίρεση σε κβάντα