quantification
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
quantification | quantifications |
quantification (fr) θηλυκό
- υπολογισμός μιας ποσότητας
- (φυσική) διαίρεση σε κβάντα