quarte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
quarte (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
quarte | quartes |
quarte (fr) θηλυκό
- (μουσική) διάστημα τετάρτης
- (ξιφομαχία) η τέταρτη από τις οχτώ στάσεις επίθεσης
- (χαρτοπαίγνια) σειρά τεσσάρων χαρτιών του ίδιου χρώματος
- (ιατρική) (παρωχημένο) (για πυρετό) που επανέρχεται κάθε τέσσερις μέρες