quarteron
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- quarteron < quartier
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
quarteron | quarterons |
quarteron (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) το ένα τέταρτο μιας λίβρας
- (μεταφορικά) μια μικρή ποσότητα, μια χούφτα