quaternaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
quaternaire quaternaires

quaternaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που αποτελείται από τέσσερα στοιχεία
  2. πολλαπλάσιο του 4
  3. τεταρτογενής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
quaternaire quaternaires

quaternaire (fr) αρσενικό