quatschen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

quatschen (de)

  • (οικείο) φλυαρώ
    hört auf zu quatschen, Kinder; ihr stört uns - πάψτε να φλυαρείτε, παιδιά· μας ενοχλείτε