quies
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- quies < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷieh₁-ti- (ανάπαυση, ησυχία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
quies θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | quies | quietēs |
γενική | quietis | quietum |
δοτική | quietī | quietibus |
αιτιατική | quietem | quietēs |
κλητική | quies | quietēs |
αφαιρετική | quiete | quietibus |