quintuple

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
quintuple quintuples

quintuple (fr)

  1. πενταπλάσιος
  2. που αποτελείται από πέντε μέρη που μοιάζουν μεταξύ τους

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
quintuple quintuples

quintuple (fr)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • rendre au quintuple : επιστρέφω περισσότερα από αυτά που μου έδωσαν