quintuple
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
quintuple | quintuples |
quintuple (fr)
- πενταπλάσιος
- που αποτελείται από πέντε μέρη που μοιάζουν μεταξύ τους
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
quintuple | quintuples |
quintuple (fr)
- το πενταπλάσιο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- rendre au quintuple : επιστρέφω περισσότερα από αυτά που μου έδωσαν