quisquilia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- quisquilia < quisque
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
quisquilia ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (& quisquiliae)
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | quisquilia | |
γενική | quisquiliōrum | |
δοτική | quisquiliīs | |
αιτιατική | quisquilia | |
κλητική | quisquilia | |
αφαιρετική | quisquiliīs | |
Πηγές[επεξεργασία]
- quisquiliae - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.