quisquiliae
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- quisquiliae < quisque
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
quisquiliae θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό (& quisquilia)
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | quisquiliae | |
γενική | quisquiliārum | |
δοτική | quisquiliīs | |
αιτιατική | quisquiliās | |
κλητική | quisquiliae | |
αφαιρετική | quisquiliīs | |