réalisable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʁe.a.li.zabl/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
réalisable | réalisables |
réalisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να μετατραπεί πολύ γρήγορα σε ρευστό χρήμα, ρευστοποιήσιμος
- πραγματοποιήσιμος, εφικτός, υλοποιήσιμος, κατορθωτός