récapitulation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- récapitulation < λατινική recapitulatio
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
récapitulation | récapitulations |
récapitulation (fr) θηλυκό
- η πράξη της ανακεφαλαίωσης
- το κείμενο που ανακεφαλαιώνει