réceptacle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- réceptacle < λατινική receptaculum
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʁe.sɛp.takl/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
réceptacle | réceptacles |
réceptacle (fr) αρσενικό