récidive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- récidive < μεσαιωνική λατινική recidiva < λατινική recidivus < recidere
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
récidive | récidives |
récidive (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η υποτροπίαση
- (νομικός όρος) η επανάληψη κάποιου εγκλήματος για το οποίο κάποιος έχει ήδη καταδικαστεί, η υποτροπή
- η επανάληψη κάποιου σφάλματος, κάποιου λάθους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη récidiver