récriminateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- récriminateur < récriminer
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | récriminateur | récriminateurs |
θηλυκό | récriminatrice | récriminatrices |
récriminateur (fr)
- που κατηγορεί